-
1 λαρωντιδῶν
A = λᾶας, Id.; v. λαστρυγυλίας. [full] λάσα· τράπεζα πληρεστάτη, Id.II [full] Λάσα, = Λάρισα, Id.: Adj. [full] Λασαῖος IG9(2).517.19. [full] λάσαγγες· οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαρωντιδῶν
См. также в других словарях:
λάσαγγες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι» … Dictionary of Greek